Η έλξη δεν είναι ζήτημα ομορφιάς ούτε επιλογής. Ο εγκέφαλος αποφασίζει ποιον θα ερωτευτούμε πολύ πριν το συνειδητοποιήσουμε — με βάση μνήμες, πρότυπα και νευροχημεία, που διαμορφώθηκαν χρόνια πριν.
Η λειτουργία της έλξης: Ο εγκέφαλος πρώτος, η συνείδηση ύστερα
Πολλοί πιστεύουν, ότι η έλξη γεννιέται, όταν «μας αρέσει» η εξωτερική εμφάνιση κάποιου. Όμως η νευροεπιστήμη αποκαλύπτει, πως η διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη – και κυρίως, δεν εξαρτάται από τη συνειδητή μας επιλογή. Ο εγκέφαλος έχει ήδη αποφασίσει αν μας ελκύει ένας άνθρωπος προτού καν αντιληφθούμε ποιον κοιτάμε.
Έρευνες στη γνωστική νευροεπιστήμη δείχνουν, ότι μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου από τη στιγμή που συναντούμε ένα πρόσωπο, συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές –όπως η αμυγδαλή, ο υποθάλαμος και τα κυκλώματα ανταμοιβής– ενεργοποιούνται αστραπιαία. Το σώμα έχει ήδη “πάρει θέση”: απελευθερώνει νευροδιαβιβαστές, αυξάνει τον καρδιακό ρυθμό και προετοιμάζει το συναίσθημα της έλξης.
Η συνείδηση ακολουθεί καθυστερημένα, κατασκευάζοντας μια λογική εξήγηση γι’ αυτό που ήδη συνέβη βιολογικά. Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλος ερωτεύεται πρώτος – εμείς απλώς το μαθαίνουμε εκ των υστέρων.
Η αναγνώριση του οικείου & η ψευδαίσθηση της όρασης
Μέσα στον κροταφικό λοβό του εγκεφάλου υπάρχει μια εξειδικευμένη περιοχή, που αναλύει εκατοντάδες μικροχαρακτηριστικά: συμμετρία, βλέμμα, απόχρωση δέρματος, μικροεκφράσεις. Όμως δεν αξιολογεί την “ομορφιά”. Λειτουργεί δηλαδή, σαν ανιχνευτής οικειότητας: στέλνει σήμα στο υπόλοιπο νευρικό σύστημα αν το πρόσωπο μοιάζει γνωστό – όχι απαραίτητα όμορφο ή “σωστό”. Αυτό το “γνωστό” βασίζεται στις νευρωνικές μνήμες συναισθηματικών εμπειριών. Ο εγκέφαλος συγκρίνει αστραπιαία το νέο ερέθισμα με παλιές εγγραφές: πρόσωπα που μας πρόσφεραν φροντίδα, ασφάλεια, ή αντίθετα, ένταση και φόβο. Αν ένα νέο πρόσωπο “ταιριάζει” με αυτό το εσωτερικό αρχείο, ο εγκέφαλος στέλνει σήμα έλξης.
Δεν ερωτευόμαστε, λοιπόν, το πρόσωπο μπροστά μας· ερωτευόμαστε το συναίσθημα που μας θυμίζει.
Σύγχρονες μελέτες απεικόνισης δείχνουν, ότι περίπου το 80% των οπτικών πληροφοριών που αντιλαμβανόμαστε δεν προέρχεται από τα μάτια, αλλά από προβλέψεις του ίδιου του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος “συμπληρώνει” τα κενά με βάση προσδοκίες, επιθυμίες και τραυματικές μνήμες. Έτσι, δεν βλέπουμε τον άλλον όπως πραγματικά είναι, αλλά όπως τον έχει “προβλέψει” το δικό μας νευρικό σύστημα. Η έλξη, λοιπόν, είναι μια προβολή μνήμης και φαντασίας, όχι αντικειμενική κρίση ομορφιάς.
Αυτό εξηγεί γιατί διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να θεωρούν “ελκυστικά” εντελώς διαφορετικά πρόσωπα, ή γιατί κάποιος που δεν πληροί τα κοινωνικά πρότυπα ομορφιάς μπορεί να μας μαγνητίζει. Η εξωτερική εμφάνιση είναι απλώς ο καμβάς πάνω στον οποίο ο εγκέφαλος προβάλλει το εσωτερικό του πρότυπο σύνδεσης.
Η νευροβιολογία του έρωτα: προβολή, όχι επιλογή
Η έλξη είναι, στην πραγματικότητα, συναισθηματική πρόβλεψη. Ο εγκέφαλος “επιλέγει” πρόσωπα που αναπαράγουν τις παλιές του εγγραφές ασφάλειας ή έντασης, αγάπης ή απόρριψης. Κι ενώ νομίζουμε ότι ερωτευόμαστε με τα μάτια, στην ουσία αναγνωρίζουμε μέσα στον άλλον μια εσωτερική μνήμη. Αυτό εξηγεί γιατί μερικές σχέσεις μας φαίνονται “μοιραίες”: δεν είναι τυχαίες, είναι νευρολογικά οικείες.
Η συμβολή της ψυχοθεραπείας και της κλινικής υπνοθεραπείας
Η αλλαγή αυτών των προτύπων δεν μπορεί να γίνει με λογικές αποφάσεις. Ο εγκέφαλος δεν “πείθεται” με σκέψη· χρειάζεται επαναπρογραμματισμό, μέσω εμπειρίας.
Η ψυχοθεραπεία προσφέρει ακριβώς αυτό: ένα ασφαλές πλαίσιο, στο οποίο ο εγκέφαλος βιώνει νέα σήματα ασφάλειας και σύνδεσης. Μέσα από τη θεραπευτική σχέση και την ενσυνείδητη επεξεργασία, οι νευρωνικές συνδέσεις επαναχαρτογραφούνται· η έννοια της οικειότητας αλλάζει.
Η κλινική υπνοθεραπεία συμπληρώνει αυτή τη διαδικασία δουλεύοντας απευθείας με το υποσυνείδητο επίπεδο, εκεί όπου βρίσκονται οι συναισθηματικές εγγραφές, που καθορίζουν τις αυτόματες αντιδράσεις μας. Μέσα από καθοδηγούμενη χαλάρωση και εστιασμένη προσοχή, ο εγκέφαλος εισέρχεται σε κατάσταση αυξημένης δεκτικότητας, επιτρέποντας την επανασύνδεση του έρωτα με την ασφάλεια αντί με τον φόβο.
Η ψυχοθεραπεία και η υπνοθεραπεία δεν αλλάζουν το ποιον θα αγαπήσουμε· αλλάζουν τον τρόπο, που ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται την αγάπη.